ὑποβλητικῶς

ὑποβλητικῶς
ὑποβλητικῶς
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υποβλητικός — ή, ό, Ν αυτός που ασκεί υποβολή, που εμπνέει μια ιδέα ή ένα συναίσθημα, ιδίως υψηλό (α. «υποβλητική μουσική» β. «υποβλητική ατμόσφαιρα»). επίρρ... υποβλητικώς και υποβλητικά Ν με υποβλητικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποβλητός. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”